- ανακοχλιώνω
- [-й (ο)] μετ. снова завинчивать, ещё завинчивать, привинчивать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανακοχλιώνω — κοχλιώνω εκ νέου, ξαναβιδώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κοχλιώνω. ΠΑΡ. ανακοχλίωση] … Dictionary of Greek
ανακοχλίωση — η [ανακοχλιώνω] η εκ νέου κοχλίωση, ξαναβίδωμα … Dictionary of Greek